-
1 ἀργυρότοξος
ἀργῠρό-τοξος, ον,A with silver bow, Homeric epith. of Apollo, Il.2.766, al.; also simply Ἀργυρότοξος bearer of the silver bow, ib.1.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρότοξος
-
2 ἀργυρότοξος
ἀργυρό - τοξος ( τόξον): god of the silver bow; epith. of Apollo; as subst., Il. 1.37.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργυρότοξος
См. также в других словарях:
κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
χαλκότοξος — ον, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
χρυσότοξος — ον, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος] … Dictionary of Greek